- δάφνιος
- δάφνιος, -α, -ον (Α)1. ο δάφνινος2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, ηονομασία τής Αρτέμιδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνίους — δάφνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφνίᾳ — δαφνίᾱͅ , δάφνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)